- χαρτεμπόριο
- και παλ. γρφχαρτεμπορείο, το, Ντο εμπόριο χαρτιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + εμπόριο. Ο τ. χαρτεμπόριον μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις, ενώ ο τ. χαρτεμπορεῖον (< χαρτέμπορος) από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.